Η αντίληψη του χρώματος στο έργο του Γιάννη Σπυρόπουλου

Η αντίληψη του χρώματος στο έργο του Γιάννη Σπυρόπουλου
O ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ

Στο έργο του Γ. Σπυρόπουλου δε θα επιμείνω μόνο στη σημασία του για την είσοδό του και την επιβολή της αφηρημένης τέχνης, τότε που εκείνος στάθηκε από τους πρώτους που την εισήγαγαν  στον ελληνικό χώρο. Θα ήθελα να σταθώ  και να τονίσω τον τρόπο που χειρίστηκε τη ζωγραφική επιφάνεια ( καλύτερα θα ήταν να πω εδώ τη ζωγραφική ύλη) που πέρα ακόμη κι από την αφαίρεση, έχει σημασία για την  αντίληψη γενικότερα του ζωγραφικού γεγονότος.

Ο Γιάννης Σπυρόπουλος ξεκίνησε από τα Σεζανικά διδάγματα όπως επικρατούσαν στην παράδοση της Σχολής Καλών Τεχνών που μαθήτευσε. Εκείνο ίσως που προμηνύει τη μετέπειτα φυσιογνωμία του έργου του είναι η χρήση του χρώματος. Παρ΄όλο το σεζανικής βάσης σχέδιό του, στα χρώματα έχουμε μια προτίμηση στα σύνθετα ουδέτερα, που υπονοούν μια εσωτερική υπόσταση της ύλης.

Νομίζω ότι στην Αφαίρεση ο Γιάννης Σπυρόπουλος προχώρησε εγγενώς, εννοώ, όχι ακολουθώντας μια τάση που τότε μόλις γινόταν γνωστή στην Ελλάδα.

Στα πρώτα αφαιρετικά έργα του βλέπω σαφώς την καταγωγή τους από τη σεζανική ανάλυση της φόρμας. Ο Σπυρόπουλος την επεκτείνει στη συνολική οπτική του θέματος. Το κατανέμει σε μέρη που τα τοποθετεί στον πίνακα με εναλλασσόμενη προοπτική  θέσεων και θεωρεί το χώρο συμπληρωματικό στοιχείο των μορφών, όχι φόντο. Έτσι το τοπίο που κυρίως έχει για θέμα του εκείνη την εποχή, δεν αποτελεί αναπαράσταση. Δίνει τα μέρη μιας σύνθεσης με διάταξη που υπαγορεύεται από το ρυθμό βαδίσματος του πίνακα.

Όταν ο  Γιάννης Σπυρόπουλος πήγε στο Παρίσι ήταν η εποχή της informel. Ο Σπυρόπουλος δεν παρασύρθηκε ποτέ από την αμορφία της. Είδε μόνο πως η δημιουργία χώρου και μορφών είναι ενιαία και εναπόκειται στο ρυθμό και στον τρόπο πλασμού του χρώματος. Η φούρια της ορμής των informers δε μπορούσε να τον ενδιαφέρει, δεν του πήγαινε. Θα έλεγα ότι στους informels το χρώμα πλάθεται προς τα έξω με τις επιθέσεις χειρονομιακών touches. Αντίθετα ο Σπυρόπουλος άρχισε να δουλεύει προς τα μέσα, και με τεχνικές υπομονής αντί γι΄αυτές τις γρήγορες, ανεπεξέργαστες, αυθόρμητες, των informels. Μεταχειρίστηκε τυπώματα με διάφορες ύλες, καψίματα, κολάζ με επικαλύψεις έτσι που το χρώμα να γίνεται και χώρος και θέμα ( ζωγραφικό καθαρά) του έργου του.

Από αυτή την άποψη σε μια άλλη αναφορά μου στο Σπυρόπουλο τον ονόμασα “κλασικό”. Μέσα στην περιοχή της αφαίρεσης έφερε μια αντίληψη που ανανεώνει με άλλα μέσα, κατασκευαστικά, τη ζωγραφική παράδοση των αιώνων της ευρωπαϊκής τέχνης. Το χρώμα, όχι  ως επιφάνεια αλλά ως αποτέλεσμα πλασμού της ύλης. Η διείσδυση στο εσωτερικό αυτής της ύλης αποτελεί το πλαστικό και εκφραστικό ιδίωμα των πινάκων του Σπυρόπουλου. Και από αυτή την άποψη επιμένω στη σημασία του για τους εντελώς νεώτερους και τώρα ακόμη που ξεπέρασαν τη φάση της αφηρημένης τέχνης. Με λίγα λόγια να το υποστηρίξω. Παρατηρώ πως η νεώτερη επάνοδος του εξπρεσιονισμού, μετά τις διάφορες εκδηλώσεις του βιαιότητας τείνει σήμερα σε μια εσωτερικοποίηση έκφρασης. Σ΄αυτήν ο χώρος δεν είναι αυτός της προβολής προς τα έξω, με την επιθετικότητα που είχε άλλωστε, αλλά αντίθετα μιας συγκέντρωσης θα έλεγα προς τη δραματική σύσταση  των μορφών. Σε μια τέτοια στάση η ζωγραφική του Σπυρόπουλου θα αποτελεί πάντα δίδαγμα.

Η αρχική βράβευση του έργου του στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1960 και η κατοπινή διεθνής αναγνώριση του ως μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της τέχνης της εποχής μας, νομίζω ότι βασίζεται στη διάκριση αυτού του χαρακτηριστικού της ζωγραφικής του.

Θυμάμαι όταν είχα πρωτοδεί τα έργα που θα έστελνε στην Μπιενάλε του είχα πει ότι θα πάρει  το πρώτο βραβείο. Δεν ήταν μάντεμα. Ήταν ακριβώς η ποιότητα ενός έργου με διαιώνιες αξίες που με έκανε να το πιστέψω.

Ξεκινώντας από μια τεχνική και ζωγραφική μέθοδο ο Σπυρόπουλος προχώρησε προς μια ουσιαστικά δραματική έκφραση. Εννοώ πως η δραματικότητα στους πίνακές του δεν έβγαινε με περιγραφικά μέσα. Δε χρησιμοποιούσε καν δραματικούς τρόπους εκτέλεσης. Πάντα με προσήλωση βάθαινε προς το εσωτερικό της ύλη και εκεί αποκαλύπτει τη δραματικότητα της γένεσης και της καταστροφής που την συνιστά σε κάθε ζωντανό οργανισμό. Τέτοιος ζωντανός οργανισμός, με τις συγκρούσεις και τις επιστρώσεις συνεχών, επάλληλων μεταλλαγών, γίνεται το χρωματικό  σώμα των πινάκων του Σπυρόπουλου. Στρώματα πυκνότητας και ανοίγματα λάμψης το συνιστούν. Στη διαδικασία της ανάπτυξης του κάπου έχουν επικαθίσει ύλες που αφομοιώνονται μέσα του, κάπου έχει κατακαεί και η φθορά του έχει γίνει ποιότητα. Ανεβαίνει στην επιφάνεια μάλλον, παρά που πέφτει πάνω της. Στην τελική του άνοδο,  σε σημεία γραφής λαμπρότατου χρώματος, γίνεται η κραυγή  η ίδια της ύλης. Αυτή η “ύλη” κρύβει στο παλίμψηστο του σχηματισμού της το άφωνο του λόγου, που φανερώνεται αιφνίδια, στην επιφάνεια, σε σύμβολα εκρηκτικής δράσης προς το θεατή.  Προέρχονται από συγκεντρώσεις του χρώματος που τα ουδέτερα της ύλης έχουν συσσωρεύσει σε πλήθουσα σιωπή, κι εκεί ξεσπούν. Δε θα ήταν ακριβές να λέγαμε ότι “φωτίζουν”, “καίνε” θα ήταν σωστότερο.

Νομίζω ότι μια τέτοια  αντίληψη προσπερνά τα σύνορα της αφαίρεσης. Δε μπορούμε να περιορίσουμε τη ζωγραφική του Σπυρόπουλου σ΄αυτά. Πρόκειται για μια στάση  της τέχνης με καταβολές από τη μεγάλη παράδοση της ευρωπαϊκής ζωγραφικής και με ευρύτερες δυνατότητες εφαρμογών. Ο Σπυρόπουλος την πραγμάτωσε στην καθαρή της μορφή. Ακολουθώντας τις αρχές της αφαίρεσης, την ανίχνευσε μέσα στην ίδια τη ζωγραφική πράξη. Την κατέθεσε ως συνιστών στοιχείο της ζωγραφικής, και μ΄αυτήν την έννοια το έργο του, την παραδίδει στους νεότερους.

 

Ελένη Βακαλό (ομιλία στα εγκαίνια του Μουσείου Σπυρόπουλου Νοέμβριος 1992).